Kaspersky Lab: Αξιολόγηση της ασφάλειας εταιρικών πληροφοριακών συστημάτων το 2017
Μια ανάλυση των δοκιμών διείσδυσης που πραγματοποίησαν οι ερευνητές της Kaspersky Lab σε εταιρικά δίκτυα κατά το 2017 αποκαλύπτει ότι τα τρία τέταρτα (73%) επιτυχημένων παραβιάσεωνπεριμέτρου επιτεύχθηκαν χρησιμοποιώντας ευάλωτες διαδικτυακές εφαρμογές. Τα ευρήματα συνοψίζονται σε μια νέα έκθεση με τίτλο «Αξιολόγηση της ασφάλειας εταιρικών πληροφοριακών συστημάτων το 2017».
Κάθε υποδομή IT είναι μοναδική και οι πιο επικίνδυνες επιθέσεις είναι ειδικά σχεδιασμένες ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις ευπάθειες ενός συγκεκριμένου οργανισμού. Κάθε χρόνο, το Τμήμα Υπηρεσιών Ασφαλείας της Kaspersky Labδιεξάγει μια πρακτική επίδειξη πιθανών σεναρίων επίθεσης για να βοηθήσει οργανισμούς σε όλο τον κόσμο να εντοπίσουν τρωτά σημεία στα δίκτυά τους και να αποφύγουν ζημιές οικονομικής και επιχειρησιακής φύσης, καθώς και ζημιές στη φήμη τους. Σκοπός της ετήσιας έκθεσης δοκιμών διείσδυσης είναι να ενημερωθούν οι ειδικοί του τομέα της Πληροφορικής σχετικά με τρωτά σημεία και φορείς επίθεσης εναντίον σύγχρονων εταιρικών πληροφοριακών συστημάτων, ενισχύοντας έτσι την προστασία του οργανισμού τους.
Τα αποτελέσματα της έρευνας του 2017 δείχνουν ότι το συνολικό επίπεδο προστασίας απέναντι σε εξωτερικούς επιτιθέμενους εκτιμήθηκε ως χαμηλό ή εξαιρετικά χαμηλό για το 43% των εταιρειών που αναλύθηκαν. Το 73% των επιτυχημένων εξωτερικών επιθέσεων κατά των περιμέτρων του δικτύου των οργανισμών το 2017 επιτεύχθηκε χρησιμοποιώντας ευάλωτες διαδικτυακές εφαρμογές. Ένας άλλος κοινός φορέας για διείσδυση της περιμέτρου του δικτύου ήταν μια επίθεση με δημόσια διαθέσιμες διεπαφές διαχείρισης με αδύναμα ή προεπιλεγμένα στοιχεία σύνδεσης. Στο 29% των δοκιμών εξωτερικής διείσδυσης, οι ειδικοί της Kaspersky Lab απέκτησαν με επιτυχία τα υψηλότερα προνόμια σε ολόκληρη την υποδομή του IT, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε διοικητικό επίπεδο στα πιο σημαντικά επιχειρηματικά συστήματα, servers, εξοπλισμό δικτύου και σταθμούς εργασίας των εργαζομένων για λογαριασμό ενός «εισβολέα» που δεν είχε εσωτερική γνώση του οργανισμού-στόχου και βρίσκεται στο διαδίκτυο.
Η κατάσταση της ασφάλειας των πληροφοριών στα εσωτερικά δίκτυα των εταιρειών ήταν ακόμη χειρότερη. Το επίπεδο προστασίας έναντι των εσωτερικών επιτιθέμενων προσδιορίστηκε ως χαμηλό ή εξαιρετικά χαμηλό για το 93% του συνόλου των εταιρειών που εξετάστηκαν. Τα υψηλότερα προνόμια στο εσωτερικό δίκτυο αποκτήθηκαν στο 86% των εταιρειών που αναλύθηκαν και για το 42% αυτών χρειάστηκαν μόνο δύο βήματα επίθεσης για να επιτευχθεί αυτό. Κατά μέσο όρο, εντοπίστηκαν δύο έως τρεις φορείς επίθεσης με τα οποίους θα μπορούσαν να αποκτηθούν τα υψηλότερα προνόμια σε κάθε απόπειρα. Μόλις τα αποκτήσουν οι επιτιθέμενοι, μπορούν να λάβουν πλήρη έλεγχο ολόκληρου του δικτύου, συμπεριλαμβανομένων κρίσιμων για τις επιχειρήσεις συστημάτων.
Η διαβόητη ευπάθεια MS17-010 που αποτέλεσε εργαλείο τόσο για στοχευμένες επιθέσεις όσο και για ransomware προγράμματα όπως τα WannaCry και NotPetya / ExPetr, εντοπίστηκε στο 75% των εταιρειών που υπέστησαν εσωτερική δοκιμή διείσδυσης μετά τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με την ευπάθεια. Ορισμένοι από αυτούς τους οργανισμούς δεν ενημέρωσαν τα Windows συστήματά τους ακόμα και μετά από 7-8 μήνες μετά την κυκλοφορία του patch. Σε γενικές γραμμές, μη ενημερωμένο λογισμικό αναγνωρίστηκε στην περίμετρο δικτύου του 86% των εταιρειών που αναλύθηκαν και στα εσωτερικά δίκτυα του 80% των εταιρειών, αποδεικνύοντας ότι, δυστυχώς, λόγω της κακής εφαρμογής των βασικών διαδικασιών IT ασφάλειας πολλές επιχειρήσεις μπορεί να γίνουν εύκολοι στόχοι για επιτιθέμενους.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των προγραμμάτων αξιολόγησης ασφάλειας, οι διαδικτυακές εφαρμογές των κυβερνητικών φορέων εμφανίστηκαν ως οι πιο επισφαλείς, με ευπάθειες υψηλού κινδύνου να εντοπίζονται σε κάθε εφαρμογή (100%). Αντιθέτως, οι εφαρμογές ηλεκτρονικού εμπορίου προστατεύονται καλύτερα από πιθανές εξωτερικές παρεμβολές. Μόνο λίγο πάνω από το ένα τέταρτο παρουσιάζει υψηλού κινδύνου ευπάθειες, γεγονός που τις καθιστά τις πιο προστατευμένες.
«Η ποιοτική εφαρμογή απλών μέτρων ασφαλείας, όπως το φιλτράρισμαδικτύου και η πολιτική κωδικών πρόσβασης, θα αυξήσει σημαντικά την ασφάλεια. Για παράδειγμα, οι μισοί από τους φορείς επίθεσης θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί περιορίζοντας την πρόσβαση στις διεπαφές διαχείρισης»,δήλωσε ο Sergey Okhotin, Senior Security Analyst of Security Services Analysis, στην Kaspersky Lab.