Οι διαδικτυακές επιθέσεις ανεβάζουν τα ασφάλιστρα JIM FINKLE / REUTERS
Η ένταση των διαδικτυακών επιθέσεων σε αμερικανικές εταιρείες, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, έχει οδηγήσει σε αύξηση των ασφαλίστρων, ενώ υιοθετούνται όλο και πιο αυστηροί όροι στα συμβόλαια.
«Ορισμένες εταιρείες παλεύουν να βρουν τρόπους για να καλύψουν το κόστος ασφάλισης», σχολιάζει ο Τομ Ρέιγκαν, ο οποίος ειδικεύεται στην ασφάλιση κατά των διαδικτυακών επιθέσεων στη Marsh & McLennan Co’s March. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το όριο της ασφαλιστικής κάλυψης δεν υπερβαίνει τα 100 εκατ. δολάρια, αφήνοντας πολλές εταιρείες εκτεθειμένες σε επιθέσεις που μπορούν να προκαλέσουν διπλάσια οικονομική ζημιά. Το κόστος της ασφαλιστικής κάλυψης κατά των διαδικτυακών επιθέσεων καθορίζεται από την ισχύ των συστημάτων ασφαλείας που διαθέτει κάθε εταιρεία, αντανακλώντας την αποτελεσματικότητα των μέτρων που ενσωματώνει η ίδια για να προστατεύσει την ομαλή λειτουργία της και τα προσωπικά μέτρα των πελατών της. Σε ένα συμβόλαιο, επιπροσθέτως, συμπεριλαμβάνεται το κόστος των ερευνών, της παρακολούθησης των πιστώσεων, οι νομικές δαπάνες και η χρηματική αξία των συμβιβαστικών λύσεων. Αναμφισβήτητα, τα ασφάλιστρα ακολουθούν ανοδική πορεία.
Οι εταιρείες των κλάδων λιανικού εμπορίου και υγείας επηρεάζονται περισσότερο μετά από συσσωρευμένα κρούσματα παραβιάσεων των ηλεκτρονικών συστημάτων στην εταιρεία οικιακού εξοπλισμού Home Depot, την αλυσίδα εκπτωτικών καταστημάτων Target Corp. και των εταιρειών παροχής υπηρεσιών υγείας Anthem Inc. και Premera Blue Cross. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρουσιάζονται περισσότερο σε εταιρείες υγείας που έχουν υπάρξει θύματα επιθέσεων στον κυβερνοχώρο, με το κόστος ασφάλισης να τριπλασιάζεται αρκετές φορές, σχολιάζει ο Μπομπ Ουάς, επικεφαλής του ομίλου παροχής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών Beazley Plc. Το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους τα ασφάλιστρα αυξήθηκαν 32% κατά μέσον όρο, αφού είχαν παραμείνει αμετάβλητα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2014, σύμφωνα με στοιχεία της March που πρώτη φορά δίνονται στη δημοσιότητα.
Κοινή πρακτική γίνεται, επίσης, να μην παρέχεται ασφαλιστική κάλυψη πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό. Οι μεγαλύτερες εταιρείες δεν παρέχουν ασφαλιστική κάλυψη πάνω από 100 εκατ. δολάρια για τους ριψοκίνδυνους πελάτες. Ετσι, εταιρείες όπως η Target μένουν εκτεθειμένες σε διαδικτυακές επιθέσεις που μπορεί να προκαλέσουν αρκετά μεγαλύτερο κόστος. Οι διαδικτυακές επιθέσεις σε δεδομένα πελατών της Target, προ διετίας, της κόστισε 264 εκατ. δολάρια. Μεγάλες δυσκολίες για την ανανέωση της ασφαλιστικής της κάλυψης συνάντησε η Anthem, η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία ασφάλισης υγείας στις ΗΠΑ, αφού έναν χρόνο πριν παραβιάστηκαν τα δεδομένα 79 εκατ. πελατών της, όπως κατέθεσε ο Τόμας Ζιελίνσκι, γενικός σύμβουλος της Anthem, σε ακρόαση ενώπιον της Εθνικής Ενωσης των Ασφαλιστικών Επιτρόπων των ΗΠΑ τον περασμένο Αύγουστο. Εκθεση της PwC καταλήγει στο συμπέρασμα πως η ασφαλιστική αγορά κατά των διαδικτυακών επιθέσεων μπορεί να φθάσει τα 7,5 δισ. δολάρια (6,6 δισ. ευρώ) μέσα στην επόμενη πενταετία, καθώς οι εταιρείες συνειδητοποιούν πόσο σημαντικό είναι να είναι ασφαλισμένες σε αυτόν τον τομέα, και οι ασφαλιστικοί όμιλοι δραστηριοποιούνται όλο και πιο πολύ ως προς την παροχή αυτής της υπηρεσίας.
Επικρατεί, πάντως, αβεβαιότητα για τους κινδύνους στο διαδίκτυο. «Εχουμε απορρίψει πελάτες», δήλωσε η Τρέισι Γκρέλα, επικεφαλής του διεθνούς τμήματος ασφάλισης επαγγελματιών στην American International Group ή AIG. H ΑΙG προσφέρει ασφαλιστική κάλυψη κατά των διαδικτυακών επιθέσεων έως και 75 εκατ. δολαρίων, αλλά μόνον σε εταιρείες, όπως ισχυρές τράπεζες, που μόνες τους ήδη διαθέτουν ισχυρά ηλεκτρονικά συστήματα προστασίας. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οικονομικοί παρατηρητές, οι αυστηροί όροι της ασφαλιστικής κάλυψης μπορεί να οδηγήσουν σε αντιδικίες με υψηλότερες απαιτήσεις αποζημίωσης, προειδοποιεί η Λίντα Μπένετ, συνέταιρος στη νομική εταιρεία Lowenstein Sandler.
Πηγή www.kathimerini.gr